- εὐπολέμητος
- εὐπολέμ-ητος, ον,A easy to be conquered, Poll.1.158.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπολέμητος — εὐπολέμητος, ον (ΑΜ) αυτός που καταβάλλεται εύκολα με πόλεμο … Dictionary of Greek
εὐπολεμητότεροι — εὐπολέμητος easy to be conquered masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπολέμητοι — εὐπολέμητος easy to be conquered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)